εκατονταπλούς

εκατονταπλούς
η , ούν
1) состоящий из ста равных частей; 2) стократный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εκατονταπλούς" в других словарях:

  • εκατονταπλάσιος — α, ο (Α ἑκατονταπλάσιος, ον) ο εκατονταπλούς, αυτός που είναι εκατό φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον ή από τον εαυτό του νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εκατονταπλάσιο εκατονταπλάσια ποσότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»